ριγέ

ριγέ
ο, η, το, Ν
άκλ. (για ύφασμα) αυτός που έχει ρίγες, ριγωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. raye «γραμμωτός, ριγωτός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ριγέ — (λ. γαλλ.), άκλ. και χωρίς διάκριση γένους, ριγωτός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ηπεδανός — ἠπεδανός, ή, όν και ἠπεδανής, ές (Α) 1. αδύνατος, ασθενικός («ἠπεδανὸς δὲ νύ τοι θεράπων, βραδέες δέ τοι ἵπποι», Ομ. Ιλ.) 2. εστερημένος τινός, αυτός ο οποίος έχασε κάτι ή τού λείπει κάτι («φάμας ἔσσεαι ἠπεδανά» θα χάσεις τη φήμη σου) 3. εκείνος… …   Dictionary of Greek

  • ριγωτός — ή, ό, Ν [ριγώνω] αυτός που έχει ρίγες, ο ριγέ …   Dictionary of Greek

  • Γαΐτης, Γιάννης — (Αθήνα 1923 – 1986). Ζωγράφος και σκηνογράφος. Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (ζωγραφική και γλυπτική) και συνέχισε τις σπουδές του στην αντίστοιχη σχολή του Παρισιού και στη Γαλλική Ακαδημία Grande Chaumière. Υπήρξε μαθητής… …   Dictionary of Greek

  • ριγωτός — ή, ό αυτός που στην επιφάνειά του έχει χαραγμένες ίσιες γραμμές, ραβδωτός, ριγέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”